- πετάλωσις
- πετᾰλ-ωσις, εως, ἡ,A covering with gold-leaf, EM69.44.II putting forth of leaves, Aristeas 68.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πετάλωσις — covering with gold leaf fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετάλωσιν — πετάλωσις covering with gold leaf fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετάλωση — η /πετάλωσις, ώσεως, ΝΜΑ [πεταλώ] νεοελλ. το πετάλωμα, το καλίγωμα μσν. 1. η εκβλάστηση φύλλων 2. το φύλλωμα αρχ. η κάλυψη με πέταλα, με λεπτά φύλλα μετάλλου … Dictionary of Greek